παιδογένεση

παιδογένεση
Η αναπαραγωγή σε προνυμφικό ή άλλο, όχι γενετικά ώριμο, στάδιο. Παρατηρείται συχνά στα έντομα με τη μορφή παρθενογένεσης και συνοδεύεται από ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στο σώμα της προνύμφης. Ο τύπος αυτός της πρώιμης παρθενογένεσης, επισημάνθηκε το 1861 από τον Νικόλαο Βάγκνερ. Η π. είναι ιδιαίτερα συχνή στα δίπτερα. Η προνύμφη του μιάστορα παράγει αβγά, τα οποία εκκολάπτονται, χωρίς γονιμοποίηση, στο εσωτερικό του σώματός της. Ύστερα από 3 εβδομάδες τα αβγά σπάνε και απελευθερώνονται οι θυγατρικές προνύμφες. Τα ενήλικα άτομα κάνουν λίγα αβγά από τα οποία εκκολάπτονται νέες προνύμφες, προικισμένες με τις ίδιες ιδιότητες. Οι συνθήκες του περιβάλλοντος ευνοούν ή επιβραδύνουν ανάλογα την εμφάνιση των ενηλίκων.
* * *
η
βιολ. τύπος αμφιγονικής αναπαραγωγής σε προνυμφικό ή άλλο μηγεννητικά ώριμο στάσιο, η οποία παρατηρείται συχνά σε έντομα και σε σκώληκες υπό μορφή παρθενογένεσης, συνήθως χωρίς γονιμοποίηση, και συνοδεύεται από ανάπτυξη τού εμβρύου μέσα στο σώμα τής προνύμφης, αλλ. παιδογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pedogenesis (< παῖς, παιδός + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδογονία — η (Α παιδογονία) [παιδογόνος] η γέννηση παιδιών νεοελλ. η παιδογένεση …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”